- γενναιόθυμος
- γενναιόθυμος, -ον (Μ)ο γενναιόκαρδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γενναίος + θυμός «ψυχή, καρδιά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γενναίος — α, ο (AM γενναῑος, α, ον, Α και ος, ον) μεγαλόψυχος, ανδρείος νεοελλ. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, άφθονος («πήρε γενναία αμοιβή») μσν. (για βάδισμα) γρήγορος αρχ. 1. αυτός που έχει τα γνωρίσματα τής γενιάς του, τής καταγωγής του 2. ο υψηλής… … Dictionary of Greek